ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ

Είναι η συνέχεια μιας ευρύτερης προσπάθειας διάδοσης πνευματικών κειμένων, στον χώρο του διαδικτύου Αυτή η προσπάθεια είναι ένας αυθόρμητος τρόπος επικοινωνίας που γίνεται από αγάπη, με σκοπό να γνωρίσουν όσοι επιθυμούν το πρόσωπο του Χριστού. Δεν είναι θρησκευτική προπαγάνδα που αντιβαίνει στο πνεύμα του Ευαγγελίου. Σέβεται την ελευθερία και τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Την εθνότητά του, τη γλώσσα του, την παράδοσή του Κυρίως παρουσιάζεται η ακρίβεια της ορθόδοξης πίστης και ζωής, ο θησαυρός τής λατρείας τής Εκκλησίας, η Πατερική ερμηνεία της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα η εμπειρική γνώση και κοινωνία με τον Θεάνθρωπο Σωτήρα μέσα από τη ζωή των Αγίων. Η επιδίωξη είναι, αυτή η αστείρευτη πηγή αγαθών να γίνεται γνωστή σε όσους την αγνοούν και διψούν το ύδωρ το ζων που είναι ο Χριστός, ο Θεός τής αγάπης, το φως, η αποκαλυφθείσα αλήθεια, η ζωή των ανθρώπων και ο Μοναδικός Σωτήρας. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος».

«Θα προσεύχομαι, αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά»



Έναν τέτοιο γέροντα αμέριμνο, απλό, ταπεινό, με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Χριστό και την Παναγία, γνωρίσαμε. Ήταν από το Ριζοκάρπασο της σήμερα τουρκοκρατούμενης Κύπρου κι ήλθε στο Άγιον “Όρος όταν κι αυτό ήταν Τουρκοκρατούμενο.


Εκοιμήθη πριν δώδεκα έτη σε ηλικία εκατόν έξι ετών. Είχε στο Άγιον “Ορος ογδόντα έξι έτη!

Εξήλθε αυτού μία δύο φορές, για να πάει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα. Ογδόντα έξι έτη είχε να φάει κρέας. Ογδότα έξι έτη είχε να δει γυναίκα.

Είκοσι πέντε έτη είχε να πλύνει το πιάτο του! Υγιέσταστος, εγκρατέστατος, εξυπνότατος , αγαθότατος. Εκατόν τριών ετών ανέβηκε στη σκέπη του κελλιού του να διορθώσει τα κεραμίδια..

«’Οτι ζητάω από την Παναγία μου το στέλνει» έλεγε. «Έχω την εικόνα της, της Οικονόμισσας, και με οικονομεί η Υπερευλογημένη … Να, τώρα ήθελα νερό και ήλθες να μου φέρεις».

Μια φορά ήλθαν δύο φίλοι από την Αθήνα, νεαροί οικογενειάρχες, και με ρωτούσαν αν υπάρχουν γέροντες του Γεροντικού και της Φιλοκαλίας. Υπάρχουν τους είπα και τους πήγα στον γέροντα αυτόν, τον μοναχό Ιωσήφ τον Κύπριο. Ήταν τότε εκατόν πέντε ετών. Ήταν ξαπλωμένος κι έκανε κομποσχοίνι.

«Οι κύριοι» του λέγω, «είναι από την Αθήνα και ήθελαν να πάρουν την ευχή σου».

Τον είδαν πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Αφού είπαν δύο-τρία λόγια, τους έκαμε νόημα να φύγουμε.

Φεύγοντας λένε στον γέροντα: «Γέροντα, είμαστε με πολλά προβλήματα, σας παρακαλούμε να προσεύχεσθε».

«Θα προσεύχομαι» τους απαντά, «αλλά για να προσεύχομαι θέλω και λεφτά»!

Ντράπηκα πολύ, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω την κατάσταση. Απορούσα γιατί να το κάνει αυτό.

Τους πήγα σ' έναν άγιο άνθρωπο κι αυτός να ζητάει χρήματα για να προσευχηθεί;

Αυτός που δεν γνώριζε καλά-καλά την αξία των χρημάτων και δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Οι άνθρωποι έφυγαν και λυπήθηκα.

Την άλλη ημέρα που πήγα να τον δω, μου λέει:

«Πάτερ Μωυσή την αρετή δεν τη μαζέψαμε μαζί. Μην μου φέρνεις κόσμο να με τιμάνε. Ζήτησα από τον Θεό να με τιμήσει στην άλλη ζωή, όχι σ΄αυτή την ψεύτικη».

Εξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, που ποτέ δεν είχε και ποτέ δεν τ” αγάπησε, με ντρόπιασε κι εμένα. Πού να τολμήσω να ξαναπάω κόσμο. Χάλασε την εικόνα του, ως σπουδαίου ασκητού. Κατέστρεψε την πρόσοψη του.

Ποιος από μας το κάνει αυτό; Ήταν ταπεινός. Υπεράνω και του σκανδαλισμού. Τον ένοιαζε τι θα πει γι αυτόν ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι. “Οταν το είπα στους φίλους έμειναν άφωνοι..

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου